- προεγκαλῶν
- προεγκαλέωaccuse beforepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεγκαλώ — έω, ΝΜΑ (η μτχ. αρσ. ενεργ ενεστ. ως κύριο όν.) Προεγκαλών τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου αρχ. κατηγορώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκαλῶ «καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση»] … Dictionary of Greek